- καλοκαιριάτικος
- η , ο , καλοκαιριάτικοςνός, ή , ό[ν] летний;
καλοκαιριάτικοςνά (ρούχα) — летняя одежда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοκαιριάτικοςνά (ρούχα) — летняя одежда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοκαιριάτικος — η, ο καλοκαιρινός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι. επίρρ... καλοκαιριάτικα σε εποχή καλοκαιριού, κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλοκαίρι + κατάλ. άτικος (πρβλ. κυριακ άτικος, μεσημερι άτικος)] … Dictionary of Greek
καλοκαιριάτικος — η, ο επίρρ. α θερινός: Μας έβαλε τα καλοκαιριάτικα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοκαιρινός — ή, ό (Μ καλοκαιρινός, ή, όν) [καλοκαίρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι ή γίνεται κατά το καλοκαίρι, θερινός, καλοκαιριάτικος (α. «καλοκαιρινά ρούχα» β. «καλοκαιρινό ταξίδι». 2. φρ. «τό κάναμε καλοκαιρινό» φέραμε πλήρη αναστάτωση … Dictionary of Greek